βεβαιοσύνη

βεβαιοσύνη
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) [βέβαιος]
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”